- πολύστιχος
- πολύστιχοςof many linesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύστιχος — η, ο / πολύστιχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαρτίζεται από πολλούς στίχους (α. «πολύστιχο ποίημα» β. «τὴν πολύστιχον καὶ πολύολβον ἐπιστολήν», Στουδ. θεόδ.) 2. (κατ επέκτ.) διεξοδικός, σχοινοτενής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύστιχο βοτ.… … Dictionary of Greek
πολύστιχος — η, ο αυτός που αποτελείται από πολλούς στίχους: Τα ομηρικά έργα είναι πολύστιχα ποιήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυστιχώτατον — πολύστιχος of many lines masc acc superl sg πολύστιχος of many lines neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστίχως — πολύστιχος of many lines adverbial πολύστιχος of many lines masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύστιχον — πολύστιχος of many lines masc/fem acc sg πολύστιχος of many lines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστιχωτάτου — πολύστιχος of many lines masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστίχοις — πολύστιχος of many lines masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστίχου — πολύστιχος of many lines masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστίχους — πολύστιχος of many lines masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστίχων — πολύστιχος of many lines masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)